δεξαμενη

δεξαμενη
    δεξαμενή
    δεξᾰμενή
    ἥ [δέχομαι]
    1) водоем, бассейн, цистерна Her., Plat., Arst., Diod.
    2) филос. вместилище (любых форм), т.е. чистая материя Plat., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δεξαμενη" в других словарях:

  • δεξαμενῇ — δεξαμενή receptacle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξαμενή — receptacle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεξαμένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεξαμένῃ — Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • δεξαμενή — η 1. χώρος ειδικά κατασκευασμένος για την αποθήκευση συνήθως νερού, αλλά και άλλων υγρών, στέρνα. 2. ειδική τεχνική κατασκευή σε ναυπηγείο ή σε ναύσταθμο, όπου βάζουν τα πλοία για επισκευή, χαβούζα, πισίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεξαμένη — δέχομαι take aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξαμένῃ — δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενυδρείο — Δεξαμενή ή σειρά δεξαμενών με ένα ή περισσότερα γυάλινα τοιχώματα, όπου διατηρούνται στη ζωή ζώα και υδρόβια φυτά για επιστημονικούς ή διακοσμητικούς σκοπούς. Φαίνεται ότι πρώτοι οι Κινέζοι κατασκεύασαν διακοσμητικά ε., ενώ στην Ευρώπη, μόλις τον …   Dictionary of Greek

  • Δεξαμένηι — Δεξαμένῃ , Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξαμένηι — δεξαμένῃ , δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δεξαμένῃ , δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»